- εὑρισκομένου
- εὑρίσκωfindpres part mp masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμήχανος — η, ο (Α ἀμήχανος, ον) αυτός που βρίσκεται σε αμηχανία, που δεν ξέρει τί να κάνει αρχ. 1. αυτός που δεν έχει μέσα ή πόρους, ανίσχυρος, αδύνατος 2. ανίκανος, ανεπιτήδειος 3. αυτός που δεν παρέχει πόρους και συνεκδοχικά ανώφελος, άχρηστος 4.… … Dictionary of Greek
необрѣтаѥмыи — (1*) пр. Ненаходимый, ненайденный: Ненаписанѡѥ простѡѥ пристроѥниѥ || свѣщаваѥть(с), ѥгда кто свершена лѣта имать. пре(д) •е҃• или •г҃•ми послухи. подасть кому своихъ ѥму вещии •е҃• послухомъ в мѣсто свѣщаѥмы˫а. и обрѣтаѥмымъ чл҃вкомъ г҃•мъ же… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
обрѣтаѥмыи — (22) прич. страд. наст. 1. Прич. страд. наст. к обрѣтати в 1 знач.: не ѡбрѣтаѥмо дрѣво сѹхо на мѣсте, да створѧть кр(с)тъ [для распятия] (μὴ εὑρισκομένου) ГА XIII–XIV, 158б; трофонии же волхвъ... не обрѣтае(м) мнитсѧ на н҃бе въсхищенъ бы(с). ГБ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ακρο- — (I) Γλωσσ. α συνθετικό πλήθους συνθέτων τής Ελληνικής, αρχαίας και νέας, προερχόμενο από το επίθ. ἄκρος* ή τους ουσιαστικοποιημένους τύπους τού επιθέτου ἄκρα, η και ἄκρον, το. Τα σύνθετα τής κατηγορίας αυτής (ακρο Ι) σημαίνουν γενικά «τον… … Dictionary of Greek